- ἀνούτητος
- ἀνούτητοςinvulnerablemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανούτητος — ἀνούτητος, ον (Α) βλ. ανούτατος … Dictionary of Greek
ἀνούτητον — ἀνούτητος invulnerable masc/fem acc sg ἀνούτητος invulnerable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνουτήτοιο — ἀνούτητος invulnerable masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνουτήτου — ἀνούτητος invulnerable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνουτήτων — ἀνούτητος invulnerable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνουτήτῳ — ἀνούτητος invulnerable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανούτατος — ἀνούτατος και ἀνούτητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν πληγώθηκε από χτύπημα ξίφους 2. ο άτρωτος 3. (για αγώνες) αυτός στον οποίο δεν επιτρέπονται χτυπήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουτάω «χτυπώ με όπλο»] … Dictionary of Greek